αντιφασιστικό κείμενο που μοιράζεται σε σχολεία

         

 

Ο φασισμός η μεγαλύτερη ίσως κοινωνική παθογένεια βρίσκεται και πάλι σε ακμή φορώντας για ακόμα μια φορά το μανδύα του σωτήρα και του εγγυητή της τάξης, αντλώντας έτσι υποστηρικτές από ένα κοινωνικό σύνολο που ο φόβος για εκτροπή της ομαλότητας ενεργοποιεί τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά του.

Μια διαδικασία που αναπόφευκτα συντελέστηκε και συνεχίζει να συντελείται και στην Ελλάδα με απτά πλέον τα αποτελέσματα της (π.χ. 12 Σεπτεμβρίου χρυσαυγίτες μαχαίρωσαν Αφγανό μετανάστη). Πριν όμως αναζητήσουμε τις μεθόδους με τις οποίες οργανώνουμε την επίθεση μας στο φασισμό, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τα στοιχεία αυτά που τον γεννούν, ώστε να συνειδητοποιήσουμε πλήρως και το πώς θα πρέπει να τον χτυπήσουμε.

           

                          Αδιαμφισβήτητα η αναζήτησή μας αυτή θα πρέπει να ξεκινήσει από την ίδια την κοινωνία και τους ιεραρχικούς θεσμούς που τη διέπουν, καθώς η ιεραρχία βρίσκεται σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής από την οικογένεια και το σχολείο, έως και την επαγγελματική σταδιοδρομία. Έτσι οι σχέσεις που γεννιούνται μεταξύ μαθητή-καθηγητή, φοιτητή-πανεπιστημιακού, εργαζόμενου-εργοδότη είναι σχέσεις ιδιοτελείς και άνισες καθώς αυτές δομούνται με βάση τη θέση εξουσίας που ο ένας κατέχει έναντι του άλλου. Η νοοτροπία αυτή διαχέεται στην κοινωνία και ενσωματώνει ως χαρακτηριστικό της την ξενοφοβία και το ρατσισμό, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση περί ύπαρξης ανώτερου και κατώτερου ανθρώπου.

Αυτή ακριβώς η ψευδαίσθηση είναι που γεννά το φασισμό, του οποίου ακρογωνιαίος λίθος είναι η δήθεν ανωτερότητα ενός ανθρώπου και ενός έθνους έναντι ενός άλλου και η ανάγκη επιβολής του ισχυρού έναντι του ανίσχυρου.

               

                   Ο φασισμός όμως δε χρησιμοποιεί σα σχήμα μόνο την ιεραρχία με την οποία είναι δομημένη η κοινωνία, χρησιμοποιεί εξίσου και την πίστη των ανθρώπων στο έθνος. Το έθνος δεν είναι παρά ένα τεχνητό κατασκεύασμα που απομονώνει τους ανθρώπους σε ξεχωριστές κοινότητες οι οποίες συγκροτούνται με βάση την κοινή γλώσσα, παράδοση και την καταγωγή.

Στα πλαίσια αυτών των κοινοτήτων κάθε ιδεολογία πολτοποιείται υπό το βάρος μιας σημαίας που απαιτεί πίστη και υποταγή, και αναγορεύει την εθνική ενότητα ως την ύψιστη ιδέα. Το κίβδηλο αυτό ιδανικό της πατρίδας, όπως είναι φυσικό, αφού εξαλείφει τις διαφορές της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, οδηγεί στη δημιουργία μιας άμορφης μάζας με αγελαία χαρακτηριστικά που μοναδικό στόχο έχει να συγκρουστεί με ένα άλλο έθνος. Αυτήν όμως ακριβώς τη διχόνοια μεταξύ των ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικό έθνος εκμεταλλεύεται και ο φασισμός ο οποίος σε κάθε ευκαιρία προβάλλει τον εαυτό του σαν εγγυητή της καθαρότητας του έθνους και δηλώνει αποφασισμένος να εξολοθρεύσει κάθε εχθρό της εθνικής ενότητας είτε αυτός είναι γηγενής, είτε μετανάστης, πρόσφυγας κ.α. Έτσι ο φόβος, που υπάρχει σε αρκετές κοινωνίες και ιδίως σε αυτές που υπάρχει μεγάλη ροή μεταναστών, περί αλλοίωσης των εθνικών χαρακτηριστικών και δημιουργίας ισχυρής αλλοδαπής μειονότητας, λειτουργεί ως εφαλτήριο για την ενεργοποίηση εκείνων των αντανακλαστικών που παράγουν το φασισμό ως κοινωνική παθογένεια.

Εφόσον λοιπόν στο πρόσωπο της ιεραρχίας και του έθνους αναγνωρίζουμε τη γενεσιουργό αιτία του φασισμού, σκόπιμο θα ήταν να αναζητήσουμε τον τρόπο που διαχέεται στην κοινωνία και παράγει στρατιές από ανθρώπους αλλοτριωμένους από τις αρχές του.
                      

                     Έτσι, η οικογένεια ως κομμάτι της κοινωνίας, αναπαράγει τις σχέσεις ιεραρχίας. Στη συνέχεια, στο σχολείο τα παιδιά από μικρή ηλικία μαθαίνουν να αγαπάνε την πατρίδα τους, να τιμάνε τη σημαία, να παρελαύνουν σα στρατιώτες και κυρίως να υπακούν τυφλά στους δασκάλους, που είναι «αλάθητοι μεταλαμπαδευτές της γνώσης» με δικαίωμα να τιμωρούν και να επιβραβεύουν κατά το δοκούν. Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που η συστηματική διδαχή της ιεραρχίας και του έθνους, έρχεται να συναντήσει τους ανθρώπους που πειθήνια επιθυμούν να γίνουν «προστάτες» της καθεστηκυίας τάξης. Ανθρώπους που ενίοτε επιζητούν μέσα από την επιβολή τους στους γύρω τους να αναπληρώσουν τη χαμένη τους αυτοεκτίμηση και τη δίψα τους για κοινωνική αναγνώριση ( χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί τον κανόνα),και ενίοτε άτομα που «απλώς» επιζητούν μια πρακτική εφαρμογή των νοσηρών ιδανικών τους. Εν τέλει η απόφαση κάποιου να ενστερνιστεί και να ακολουθήσει το φασισμό, είναι καθαρά προσωπική και έγκειται στα ιδανικά του. Από εκείνο το σημείο και πέρα, έως και τη μύηση σε αυτόν, οι επιλογές είναι θέμα ατομικής ευθύνης και δε θα πρέπει να εξαγνίζονται.

 

Συνειδητοποιούμε πως για να υπάρξει ολική εξάλειψή του φασισμού, θα πρέπει πρώτα να διαλυθεί το υπάρχον σύστημα εκμετάλλευσης της κοινωνίας που αναπαράγει δομές όπως η ιεραρχία, οι κοινωνικές ανισότητες και το έθνος.

Είμαστε ενάντια σε κάθε μορφή φασισμού/φασιστικών συμπεριφορών, είτε εμφανίζονται στις διαπροσωπικές σχέσεις (σεξιστικές/ρατσιστικές συμπεριφορές, πατριαρχικό πρότυπο οικογένειας), είτε εκφράζονται μέσα από οργανωμένες επιθέσεις σε μετανάστες/τριες και σε αυτοοργανωμένους χώρους.
Απέναντι σε τέτοιες πρακτικές επιλέγουμε το δρόμο της επιθετικής προπαγάνδας εναντίον τους και της βίαιης σύγκρουσης μαζί τους.

 

Αγωνιζόμαστε για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας ισότητας, ελευθερίας και σεβασμού στη διαφορετικότητα, χωρίς σύνορα,
έθνη, κράτη.

 

ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ ΓΕΝΝΟΥΝ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ.

-κατάληψη έπαυλης κουβέλου-

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*